- αιθαλόεις
- αἰθαλόεις, -εσσα, -εν (Α) [αἴθαλος]1. ο γεμάτος αιθάλη, καπνιά, μαυρισμένος, καπνισμένος2. αυτός που καίει, πύρινος, φλογώδης3. αυτός που έχει σταχτοκόκκινο χρώμα4. στη Μυκηναϊκή το επίθετο μαρτυρείται έμμεσα σε πινακίδες τής Κνωσού και τής Πύλου, με το κύριο ανδρικό όνομα Αιθαλόεις (ai-ta-ro-we).
Dictionary of Greek. 2013.